ἀπέβλεψα

ἀπέβλεψα
ἀποβλέπω
look away from
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποβλέπω — αποβλέπω, απέβλεψα βλ. πίν. 9 Σημειώσεις: αποβλέπω : εύχρηστος κυρίως ο ενεστώτας, με την έννοια → αποσκοπώ. Στον αόριστο δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τον τύπο απόειδα, που χρησιμοποιείται μόνο στην έκφραση είδα και απόειδα → απελπίστηκα,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”